ΒΙΒΛΙΟΝ ΠΡΟΣΕΥΧΩΝ Ή ΣΥΝΕΚΔΗΜΟΣ ΟΡΘΟΔΟΞΟΥ

 ΒΙΒΛΙΟΝ ΠΡΟΣΕΥΧΩΝ Ή ΣΥΝΕΚΔΗΜΟΣ ΟΡΘΟΔΟΞΟΥ

   Θόλωναν  τα γέρικα μάτια. Δάκρυζαν μέσα απ`τα χοντρά ματογυάλια. Απ`τα χείλη του έβγαινε ένας συριγμός, σαν ρόγχος. Οι μέρες του Γέροντα ήταν μετρημένες, ειχε ζήσει πολύ , παρά πολύ και το γνώριζε. Διάβαζε το Συνεκδημον συλλαβιστά, με κόπο, τα μικρά γραμματακια του ίσα που τα ξεχώριζε, οι χιλιάδες φορές πουχε ψάλλει τις προσευχές οδηγούσαν τη γλώσσα και τα αρχαία χείλη .
    Ο Ηγούμενος αναστέναξε και τίναξε ενα-δυο ψίχουλα από το μπαγιάτικο αντίδωρο που με προσπάθεια ειχε προσπαθήσει να μασουλήσει. Δεν έτρωγε σχεδόν τίποτα πια, οι βιολογικές του ανάγκες είχαν σχεδόν εκμηδενιστεί, όλη η εναπομείνασα ζωή ειχε πλέον συγκεντρωθεί στα χέρια του που έτρεμαν, καθώς κρατούσε ενα μικρό, φθαρμένο, πολυσέλιδο προσευχητάρι, λίγο πιο μεγάλο από το από το μέγεθος μιας παλάμης.
     Το παραφουσκωμένο με κάπου 1000 σελίδες τομίδιο ήταν Δώρο της Βασιλικής, μικρανιψιας του  ηγούμενου της μονής του Τίμιου Σταυρού, και μόνης εναπομείνασας συγγενούς  που τον φρόντιζε σαν να ήταν κόρη του, τώρα στο επιλυχνιο της ζωής του. Η Βασιλικη, ειχε ανακαλύψει το βιβλίο στην  Αθήνα όπου ειχε παει να δει τα εγγόνια της, στο παλαιό-βιβλιοπωλείο του Πελεκάνου, ονομαστό από τα προπoλεμικα χρόνια αλλά ξεπεσμένο τώρα. Οι μυημένοι πήγαιναν εκεί πιο πολύ από συνήθεια στις ανασκαφές παλαιών βιβλίων παρά για να αγοράσουν. Η Βασιλική σκέφτηκε το θειο της ,στο νησί, μόλις το είδε έτσι παμπάλαιο, ταλαιπωρημένο και σεβάσμιο σαν εκείνον.
     Ήταν παραμονή των Βαΐων. Το δώρο της ανεψιάς ειχε αναστατώσει τον σχεδόν αιωνόβιο γέροντα, χάιδευε και κρατούσε σφιχτά με τρεμάμενα δάχτυλα το βιβλίο . Τίναξε ακόμα ενα ψίχουλο σουσάμι από την άσπρη αραιή γενειάδα και σφάλισε τα μάτια. Η καρδιά του δεν ελάφρωνε, οι προσευχές δεν έπιαναν, τον βάραιναν, τις άκουγε σα ταφόπλακες!

      ΣΤΟ  βιβλιοπωλείο-τυπογραφείο του κ. Προκόπη Νικολαιδη επικρατούσε ησυχία μετά απο μια κουραστική μέρα. Σάββατο απόγευμα. Από την Ιστικλαλ ακούγονταν οι θόρυβοι από τα αμάξια που περνούσαν, οι φωνές των σαλεπιτζήδων και των πραματευτάδων σαν αχός, σαν να ήταν από άλλη πόλη, λες και το βιβλιοπωλείο δεν ήταν δυο δρασκελιές από την Ιστικλαλ καντεσι,  στην καρδιά του Πέρα.
      Εδώ επικρατούσε το Βασίλειο του μελανιού, του φρεσκοτυπωμένου χαρτιού και του δερματόδετων τόμων. Το κουδουνάκι της πόρτας κουδούνισε τρελά όπως άνοιξε και με ενα μπουμπουνητό ο Κος Μπαιραμογλου κατρακύλησε το σκαλάκια της εισόδου, μαζί μ`ολα τα αξιοσέβαστα κιλά του Η πόρτα έκλεισε πίσω του, το κουδουνάκι παραπονέθηκε με δυο-τρία κουδουνίσματα και σώπασε καθώς ο κος Μπαιραμογλου μανουβράρισε τον όγκο του ανάμεσα στους πάγκους. Αν ο αξιότιμος κος επίτροπος και δεξιός ψαλτής του Μητροπολιτικού Ιερού ναού της Άγιας Φωτεινής στη Σμύρνη ήταν καράβι σίγουρα θα ήταν η ναυαρχίδα, το θωρηκτό του αυτοκρατορικού στόλου.  Έφερε τα μικρά, πονηρά ματάκια γύρω-γύρω εξερευνώντας το χώρο, τα μουστάκια του ανασηκώθηκαν, πλατάγισε τα χοντρά του χείλη, ανασαίνοντας σα τσιμινιέρα και το βλέμμα του κοντοστάθηκε και μετά καρφώθηκε...
Εμπρός του ήταν το νέο καμάρι του τυπογραφείου΄. Ήταν ενα μικρό σε μέγεθος, χοντρό περίπου 1000 σελίδες βιβλιαράκι με εξαιρετικό δέσιμο, συμπαγές, σχεδόν ζωντανό, με το καλύτερης ποιότητας τυπογραφικό χαρτί που θα μπορούσε να βρεθεί στην Ισταμπουλ.
Το άνοιξε και διάβασε.


 <ΒΙΒΛΙΟΝ ΠΡΟΣΕΥΧΩΝ Η ΣΥΝΕΚΔΗΜΟΣ ΟΡΘΟΔΟΞΟΥ
περιέχων τας εκκλισιαστικας ακολουθίας Κυριακών και Εορτών όλου του ενιαυτού μετά  Αιώνιου Πασχαλιου και Κυριακοδρομίου.>
 τυπογραφείο Π.Νικολαιδη κ Σία.
Εν Κωσταντινουπολει
1904


       Το έκλεισε. Τα περιποιημένα και κερωμένα μουστάκια του, ανασηκώθηκαν, αν τα άφηνε θα έκαναν πιρουέτες κάτω από τη γαμψή του μύτη. Το βιβλίο ήταν ασφαλώς ότι καλύτερο και καλλιτεχνικότερο ειχε να επιδείξει ο οίκος Νικολαιδη.
        Ντυμένο με πορφυρό βελούδο το σκληρό εξώφυλλο έφερε στις 4 γωνίες επίχρυσα στρογγυλά ανάγλυφα στο μέγεθος σφραγίδας που απεικόνισαν τους τέσσαρες ευαγγελιστές και περιεβάλοντο από χρυσούς ρόδακες και περίτεχνες κληματίδες που συστρέφονταν γύρω από τα πορτραίτα. Στη μέση του εξωφύλλου ενα μεγαλύτερο οβάλ χρυσό ανάγλυφο παρίστανε τον Ανάσταντα εκ του τάφου Χριστό με το ενα χέρι να ευλογεί και στο άλλο να κρατεί το λάβαρο της χριστιανοσύνης με το σταυρό και πίσω του ένας αρχάγγελος γονατιστός μπρος στο ανοιχτό μνήμα. Στο οπισθόφυλλο πάλι, 4 επίχρυσες γωνίες με αραβουργήματα και στη μέση το οβάλ ανάγλυφο, αυτή τη φορά περίκλειστο μέσα σε ενα οκτάγωνο ρόμβο εν είδη αστεριού, παρίστανε το τίμιο σταυρό με δυο λόγχες εκατέρωθεν και στο βάθος τα τείχη τις Ιερουσαλήμ με πολεμίστρες και δυο πύργους σαν καμπαναριά, να εξέχουν πάνω από τα τείχη, σχεδόν να αιωρούνται.
     Το Πάσχα του 1904,στις 28 Μαρτίου, με το παλιό, ημέρα της γιορτής του κ. Αναστάσιου Μπαιραμογλου,ο κ. Π. Νικολαιδης ήταν πλουσιότερος κατά 500 γρόσια.
      Το πασχάλιο σήμαντρο της Άγιας φωτεινής, σήμανε τον θρίαμβο του δεξιού ψαλτή, επίτροπου, εύπορου έμπορου και ομοτράπεζου τόσο του μητροπολίτη όσο και του Εμβερ μπέη, δημάρχου της Σμύρνης. Το πολύτιμο βιβλίο ήταν το καύχημα του και ατένιζε με αισιοδοξία το μέλλον. Οι δουλειές του αυγάταιναν, η σχέση με την εκκλησία γίνονταν όλο και πιο στενές με το αζημίωτο, και όταν 15 χρόνια αργότερα έφτασε ελληνικός Στράτος στη Σμύρνη ο κ. Μπαιραμογλου άρχισε να ονειρεύεται αξιώματα και δημαρχιλίκια. Όμως αλλά ο ύψιστος εβουλετο. Ο ευσεβής επίτροπος δεν άργησε να βρεθεί ερείπιο, απένταρος και πένης με τη πολυπληθή οικογένεια του, πρόσφυγας μετά τη καταστροφή στην αρχή σε μια προβλήτα στο Πειραιά και μετά στα προσφυγικά της Καλλιθέας. Παρ`ολη την όχι ευκαταφρόνητη περιουσία του το μόνο που κατάφερε να σώσει ήταν μερικούς παράδες και το συναξάρι προσευχών και λειτουργιών που 20 περίπου χρόνια πριν του ειχε κοστίσει μια μικρή περιουσία. Η κα Ευτέρπη Μπαιραμογλου δεν σήκωνε κουβέντα. Το βιβλίο ξεπουλήθηκε όσο-όσο σ` ενα μπαγαπόντη ενεχυροδανειστή στα Χαυτεία .

 

ΌΣΟ πλησίαζε το Πάσχα του 1932 η ψυχή του Θεοφάνη του νεαρού διάκου του Αγίου Νικολάου τραγουδούσε το «Γλυκύ ‘Έαρ». Ήταν μια ζεστή λαμπερή άνοιξη στο νησί. Ο Θεοφάνης μόλις είχε επιστρέψει από τη θεολογική σχολή της Πάτμου. Ήταν νέος, ωραίος φιλόδοξος και ευθυτενής και είχε πιάσει πόστο στην μεγαλύτερη και πιο πλούσια εκκλησία της περιοχής. Το ποίμνιο του Αϊ Νικόλα και ιδιαίτερα το γυναικείο μέρος του είχε μαγευτεί από τον χαρισματικό διάκονο, με τη στεντόρεια φωνή, και το λαμπερό παρουσιαστικό. Όμως τώρα το «Γλυκύ ‘Έαρ» είχε αποκτήσει μια καμπανιστή παρουσία στη φωνή και στη μορφή του Κρίτωνα. Ήταν ένα θαύμα όταν πρωτοάκουσε το παπαδάκι να ψέλνει στην ακολουθία του εσπερινού. Ο μικρός είχε θαμπωθεί από το υπέροχο βιβλίο Προσευχών για το οποίο καμάρωνε ο Θεοφάνης και σύντομα δοκίμασε την εφηβική του φωνή στο ψαλτήρι του Αϊ Νικόλα. Ο διάκος μοιράζονταν με αγαλλίαση το Συνέκδημο του με το μικρό του φίλο. Του το είχε δώσει ο πνευματικός του στην Πάτμο, με τη συμβουλή ποτέ να μην το αφήσει όπως και ποτέ να μην αφήσει ανυπεράσπιστο τον εαυτό του από το δαίμονα της λαγνείας.

Όλες οι προσευχές και όλα τα ιερά άρματα του ιερωμένου ήταν εκεί μέσα. «Προσευχή και μόνο προσευχή» του επαναλάμβανε ο πνευματικός του, που μάλλον είχε καταλάβει την ανίερη κλίση του πνευματικού του τέκνου.

     Έγιναν αχώριστοι εκείνη την άνοιξη του ’32, o Θεοφάνης και Κρίτωνας. Το Πάσχα έπεφτε Πρωτομαγιά και έμελλε να είναι το πιο σύντομο, το πιο χαρμόσυνο, αισθαντικό, και το πιο λυπητερό συνάμα Πάσχα του Θεοφάνη.

     Σύντομα οι γονείς του Κρίτωνα θορυβημένοι από την αφύσικη φιλία και την ξαφνική έφεση του μονάκριβου γιου τους για τα ιερατικά και τα ψαλτικά, τον έστειλαν εσώκλειστο στην ονομαστή Εμπορική Σχολή της Χώρας του νησιού.

    Ο Θεοφάνης σύντομα έφυγε από τον Άγιο Νικόλαο και βρέθηκε στη Σχολή του Πατριαρχείου στη Χάλκη και έπειτα η τύχη του τον έβγαλε για πολλά χρόνια στα Ιεροσόλυμα. To βιβλίο Προσευχών δεν ήτανε πια μαζί του.

    Ο Κριτωνας αποφοιτησε απο την Εμπορικη Σχολη αλλα μονο εμπορος δεν εγινε, οσο και αν προσπαθησε, παρ`ολες τις παραινέσεις των δικών του, που τον έχανες που τον έβρισκες σε μοναστήρια και ξωκλήσια, σε όρθρους και αγρυπνίες, με το βιβλίο προσευχών υπό μάλης. Με αυτό βρέθηκε λοχίας στο μέτωπο της Αλβανίας και μετά το ξεκλήρισμα και το ξεπεσμό της οικογένειας του απ` τη Κατοχή, έφυγε στην Αμερική.

 Άνοιξη  του 48, έκανε Πάσχα στο υπερωκεάνιο ΕΛΛΑΣ, αυτοσχεδιάζοντας την ακολουθία της Ανάστασης, ψαλτής δεξιός και αριστερός ταυτόχρονα, καταμεσής του Ατλαντικού.

12 χρόνια στην Αμερική, κοντά στο θειο του, κωλοπετσωμένο εστιάτορα στη αστορια της Ν. Υόρκης, δεν κατάφερε τίποτα. Όπως πήγε έτσι κι ήρθε, με το τομίδιο του και το μόνιμο κόλλημα με τους παπάδες, τις εκκλησίες και τα μυστήρια τους! Ούτε εμπορος ούτε ιερωμένος, έμεινε κάπου στο ενδιάμεσο, και έτσι έζησε όλα του τα χρόνια στο χωριό, επίτροπος και ψαλτής στη ενορία του αϊ Νικόλα. Άκληρος, εργένης, ιδιόρρυθμος με μόνη του ασχολία τη ψαλτική και περιούσια του το Συνεκδήμον Ορθόδοξου που δεν το αποχωρίσθηκε ποτέ, μέχρι το θάνατο του στις 19 Απριλίου 1982, ανήμερα του Πάσχα, 5 Απρίλη με το παλιό.

    Απ`ολα τα λιγοστά υπάρχοντα του Κρίτωνα ήταν αυτό το ταλαιπωρημένο βιβλίο που άξιζε, και από όλους τους ανθρώπους που τον γνώριζαν ο μόνος που ενδιαφέρθηκε ήταν ο φίλος του δημοσιογράφος, αγιογράφος και παραγγελιοδόχος, εργένης και εκκεντρικός, ο κ. Νέγρης. Αυτοδικαίως οικειοποιήθηκε το κειμήλιο και καθώς ούτε η επαρχιακή δημοσιογραφία, ούτε οι άλλες δουλείες του ποδαριού που έκανε στο Νησί του έφταναν για να ζει, όταν τον πρόλαβαν τα γεράματα, το κειμήλιο του φίλου του βρέθηκε στο παλαιοβιβλιοπωλείο Πελεκάνου, στη οδό Πραξιτέλους 42, στη Αθήνα, που παρά τις δύσκολες μέρες που περνούσε εκτίμησε το πολύτιμο προσευχητάρι, το αγόρασε και μετά το ξέχασε μες` τις στοίβες των παλιών βιβλίων.

 

    Εκεί, η κυρά Βασιλική το ανακάλυψε, χρόνια μετά, όταν το μαγαζί ξέπεσε ορίστηκά. Στα χάλια που ήταν το πήρε φτηνά, σχεδόν τσάμπα και το δώρισε στο θειο της, τώρα στα στερνά του, στο πάτερ Θεοφάνη. Πρώην γραμματικό του πατριάρχη Ιεροσολύμων, επίσκοπο Βοστρων επί σειρά ετών, και μετά ηγούμενο της μονής τιμίου Σταυρού μέχρι σήμερα ,11 Απρίλη 2004, ημέρα του θανάτου του, ανήμερα Κυριακή του Πάσχα.

   22\11\2007    εργασία νο3